Ζωή, λέξη μαθητεία στην αγάπη

Φωτο: Λασκαρίδου Σοφία (1882 – 1965), ” Η κόκκινη πόρτα” , Λάδι σε μουσαμά , 48 x 38 εκ. Κληροδότημα Σοφίας Λασκαρίδου, Εθνική Πινακοθήκη

Της Ζωής Δικταίου

Προσωπεία προόδου,

ο κόσμος σε πορεία παράλογη, 

υποσχέσεις, κούφια λόγια

να μπεις σε καλούπι οικειοθελώς,

ύστερα χυδαία και πρόστυχα 

θα σε πατήσουν,

εσένα, επειδή γνώρισες όλα τα αδιέξοδα

μα είσαι ακόμη εδώ, με αισθήσεις και σκέψεις

ερήμην του όχλου 

«είσαι ό,τι δεν έζησες», σε μόνιμη αναμονή

να χτυπήσεις από μέσα την πόρτα

στο πλήρωμα του αιώνα

ζωντανός στην πτώση σου,  

αισθάνεσαι άνθρωπος.

Εσύ, που δεν υποκλίνεσαι σε τούτη 

τη γιγάντια καθώς διατυμπανίζουν εποχή,

-με το μικρό ανάστημα,

βεβηλωμένη κι ανειρήνευτη- τη λες 

φέρνοντας τα χέρια στο πρόσωπο

να μην τους βλέπεις

εκείνους που δεν έμαθαν ανάγνωση στην ανάγκη, 

που δεν ξέρουν να διαβάζουν 

τιμή, συνείδηση, χρέος,

εκείνους που στα μυαλά τους

κλώθουν σκοτάδι, λήθη

και θανατικά.

Καμιά φορά, σε μέρες άνυδρες

μιλιούνια σκιάχτρα απειλούν,

στη διαμαρτύρησή σου

το νιώθεις, ξενιτεύονται οι λέξεις,

κατεδαφίζονται μέσα σου

συντρίμμια, στάχτες, σειρήνες, ουρλιαχτά

στο τέλος σιωπές,

αυτές τις μέρες 

πόσο αταίριαστη ευγένεια το χαμόγελο,

όταν ανοίγουν και κλείνουν συμπληγάδες

από συμφέροντα σε συμφέροντα,

όταν καίγονται όλα

από πόλεμο σε πόλεμο,

όταν χάνονται όλα

στην πιο σύντομη διαδρομή

από εγώ σε εγώ.

Σφαλιχτά βλέφαρα, σκουριές, 

εσύ, στα προσφιλή μαζί με τα όνειρα

που σού πρόσφερε η θάλασσα

συνηθίζεις να λογαριάζεις

δακρυσμένα πρόσωπα, σκισμένα δάχτυλα,

ασπρόμαυρες φωτογραφίες, γκρεμισμένα σπίτια,

κουρσεμένες ζωές, ακονισμένες ματιές.

Γι’ αυτό μια ροδιά ανθίζει, μοναχική

και περήφανη για τον εαυτό της

εκεί στην άκρη

στις ώχρες του ήμερου τόπου

στο χαμένο σου παράδεισο

κόντρα τ’ ανέμου

πρόθυμη στο όχι,

αδιάφορη στην ευκολία του ναι

με τη θέληση που μπορεί όλα να τα αντέξει

για να έχει μερίδιο 

στο ιδρωμένο όραμα του μεσημεριού.

Εσύ, που αναπολώντας τη δίψα

απαγορευμένου σφυγμού,

ταΐζεις περιστέρια στις χούφτες

σαν νά ’σαι παιδί

μετρώντας θεϊκές απουσίες

και τεντωμένα τόξα αγγέλων,

αιχμάλωτος στο άλφα της ανθρωπιάς

τώρα που οι παλιές επιθυμίες σε αποφεύγουν

ξετυλίγεις τον αρχαίο μίτο.

Ευτυχώς, κάποιες νύχτες 

στο φλεγόμενο κόσμο, 

όταν πέφτει σιγανή μια βροχή

τότε, ανάμεσα σε συμβιβασμό και απώλεια,

σε μια παλίρροια της μνήμης 

επιστρέφουν οι λέξεις. Ανασταίνονται,

καταλαγιάζει η μέγιστη αγωνία,

προσωρινά έστω,

γλιστρούν αθόρυβα, παντοδύναμες ναι,

να ντύσουν το νόστο σου,

ζωή,

λέξη μαθητεία στην αγάπη.

Τότε το χέρι δεν τρέμει,

κρατά την πέννα σταθερά

το άψυχο χαρτί περιμένει

εσύ, νικημένος παλεύεις, μάχεσαι

ακρίτας στου χρόνου το σύνορο

στ’ απόφλογο της πρώτης αφής,

ξέρεις εσύ,

με τα μακρινά ίχνη της ρίζας 

να κρατάς ζωντανούς τους νεκρούς σου

εδώ στην εξορία της αθανασίας

για τη χαρά, μόνο για τη χαρά της ύπαρξης.

Φεγγίζουν άστρα, ανθοί και βλέμματα

χάρισμα τα βουνά,

λευτεριά κι ανήφορος σύντροφε

σε τούτο το μεγάλο καραβάνι,

ο Αναύλοχος στη σκάφη του Μεραμπέλου

ανάβει το πνεύμα, 

η Σελένα, 

μοναχική, άγρια, ολόγυμνη, τρίκορφη,

εσένα προσκαλεί στ’ απάνω μεϊντάνι.

Ξέρεις εδώ κρατάει τ’ όνειρο,

κεντά η μέσα πατρίδα άλλες εποχές

δίχως πλάνες,

εδώ, σπέρνεις στην ξασπρισμένη πέτρα

για να θερίσεις αύριο μεγάλες πράξεις.

Λύνεις τους κόμπους της ψυχής

σταυρωμένος κι εσύ, όπως τόσοι

μαντατοφόρος της φωτιάς,

μετρημένη όραση ο νους

κρατάς τα σημάδια στις παλάμες

και την ευθύνη στην καρδιά.

Με λέξεις φυλάς τον κόσμο σου,

ξυπνούν πρώτα οι πλατείες,

Νέα Σμύρνη, Σπιανάδα, Κιτροπλατεία, 

Λιοντάρια,

Αριστοτέλους, Κορνάρου.

Ζωντανεύουν αλλιώς 

με λέξεις όπως: έρωτας, επανάσταση,

βόλτα, νερό, μαλλί της γριάς, 

μουσική, φωνές, πεσμένα φύλλα, 

λουκουμάδες, καφές,

ψημένα καλαμπόκια, βιτρίνες,

αγάλματα.

Ανάσα την ανάσα, 

με λέξεις επιστρέφουν δρόμοι, πόλεις,

παιδιά, δέντρα, πουλιά,

επιστρέφουν τα παράθυρα ορθάνοιχτα,

οι μαντεμένιες αυλόπορτες,

τα θερινά σινεμά. Μυρίζει γιασεμί,

τότε σάρκα ζεστή

αφήνεσαι μ’ εμπιστοσύνη

ώρα που ξαναγυρίζουν τα τοπία της βροχής

μ’ ένα σινιάλο απ’ το απέναντι μπαλκόνι

σε μύθο ερωτικό

στο Βραχάσι,

με την αλισάχνη στα μάτια,

έτσι απλά, για μια δική σου στιγμή

για τα χείλη της αθωότητας

στο χείλος της αμαρτίας,

για έναν αλλιώτικο ψίθυρο

κατάντικρυ στο Λασιθιώτικο φεγγάρι

κι ίσως στον ίλιγγο της μοναξιάς

ξεμάθει ο δυνατός νά ’ναι αδύναμος

ψιθυρίζοντας λέξεις για την αγάπη,

αγάπη,

λέξη μαθητεία στη ζωή.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

Κέρκυρα 13 Οκτώβρη 2024

Σημείωση

Ο Νίκος Βλάχος φαίνεται να ξέρει καλά ποιος είναι μέσα του, αισθάνεται το αληθινό και την οδύνη του, φιλοδωρεί το αυθεντικό με την αίσθηση εκείνη της γνώσης που υπενθύμισε και σ’ εμένα την αμετάνοιωτη στο γύρο του καιρού, την αξία του νόστου. Γι’ αυτό τούτη η κατάθεση δεν έχει άλλη πρόθεση από το να εκφραστεί, κόντρα στην κόντρα του κόσμου και τις αλλήθωρες ώρες του, με λέξεις βαγιοφόρες, ασέλωτες σε χοροστάσι μέγα στο μεϊντάνι της Σελένας, στ’ ακράνυχα της ψυχής με παντιγιέρα την αγάπη.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί